κέραφος

κέραφος
κέραφος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χλευασμός, κακολογία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σκέραφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκέραφος — και σχέραφος Α (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα α φος, πρβλ. κρότ α φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ (βλ. και λ. σκερβόλλω)] …   Dictionary of Greek

  • σκερβόλλω — Α 1. σκώπτω 2. ονειδίζω, βρίζω 3. φρ. «σκερβόλλω πονηρά» βρίζω ή κακολογώ χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου τής αρχ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. λ., τής οποίας το β συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • (s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- —     (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē     English meaning: to cut     Deutsche Übersetzung: ‘schneiden”     Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”